- παραποδύομαι
- παρά-ἀποδύνωstrip offpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραποδύομαι — ΜΑ μσν. αποδύομαι σε κάτι αρχ. γυμνώνομαι για να συναγωνιστώ, για να αναμετρηθώ με κάποιον («αὐτὸς μὴ ἀντεπιδεικνύναι τὸ εἶδος παραποδυόμενος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀποδύομαι «βγάζω τα ρούχα μου»] … Dictionary of Greek